- ὁρμαθός
- ὁρμαθός (ὅρμος): chain, cluster of bats hanging together, Od. 24.8†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ὁρμαθός — string masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορμαθός — ο (ΑΜ ὁρμαθός) 1. σύνολο από ομοειδή αντικείμενα περασμένα σε νήμα, σύρμα ή σπάγγο, αρμαθιά (α. «ορμαθός κλειδιών» β. «ὁρμαθὸς μακρὸς σιδηρίων καὶ δακτυλίων ἐξ ἀλλήλων ἤρτηται», Πλάτ.) 2. σωρός, πλήθος (α. «ορμαθός επιχειρημάτων» β. «ὁρμαθὸς… … Dictionary of Greek
ὁρμαθοῖς — ὁρμαθός string masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμαθοί — ὁρμαθός string masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμαθοῦ — ὁρμαθός string masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμαθούς — ὁρμαθός string masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμαθῶν — ὁρμαθός string masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμαθῷ — ὁρμαθός string masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρμαθόν — ὁρμαθός string masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορμάθιον — ὁρμάθιον, τὸ (Α) [ορμαθός] μικρός ορμαθός … Dictionary of Greek
ένδεσμα — το (Α ἔνδεσμα) νεοελλ. δέσμη, ορμαθός αρχ. περίαπτον, φυλαχτό … Dictionary of Greek